- παρατείνουσα
- παρατείνωstretch out alongpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατεινούσας — παρατεινούσᾱς , παρατείνω stretch out along pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) παρατεινούσᾱς , παρατείνω stretch out along pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek